νοικοκυρεύω

νοικοκυρεύω
νοικοκυρεύω, νοικοκύρεψα βλ. πίν. 17

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νοικοκυρεύω — [νοικοκύρης] 1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση, τόν αποκαθιστώ οικονομικά («περιμένει να παντρευτεί για να νοικοκυρευτεί») 2. τακτοποιώ, συγυρίζω, βάζω σε τάξη, καταρτίζω κάτι σαν καλός νοικοκύρης 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυρεύω — νοικοκύρεψα, νοικοκυρεύτηκα, νοικοκυρεμένος 1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, του εξασφαλίζω άνετη ζωή: Παντρεύτηκα και νοικοκυρεύτηκα. 2. τακτοποιώ, συγυρίζω, ευπρεπίζω: Σπίτι νοικοκυρεμένο. 3. μτφ., προκαλώ σε κάποιον ζημιά, βλάβη: Μπήκαν στο σπίτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοικοκύρεμα — και νοικοκύρευμα, το [νοικοκυρεύω] ευτρεπισμός, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα …   Dictionary of Greek

  • οικοκυρεύω — [οικοκύρης] νοικοκυρεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”